ὀλοφυρμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀλοφυρμός οἱ ὀλοφυρμοί
      γενική τοῦ ὀλοφυρμοῦ τῶν ὀλοφυρμῶν
      δοτική τῷ ὀλοφυρμ τοῖς ὀλοφυρμοῖς
    αιτιατική τὸν ὀλοφυρμόν τοὺς ὀλοφυρμούς
     κλητική ! ὀλοφυρμέ ὀλοφυρμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀλοφυρμώ
γεν-δοτ τοῖν  ὀλοφυρμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀλοφυρμός < ὀλοφύρομαι < ὅλος + φύρω

Ουσιαστικό

ὀλοφυρμός αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.