ολοφανής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολοφανής | η | ολοφανής | το | ολοφανές |
| γενική | του | ολοφανούς* | της | ολοφανούς | του | ολοφανούς |
| αιτιατική | τον | ολοφανή | την | ολοφανή | το | ολοφανές |
| κλητική | ολοφανή(ς) | ολοφανής | ολοφανές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολοφανείς | οι | ολοφανείς | τα | ολοφανή |
| γενική | των | ολοφανών | των | ολοφανών | των | ολοφανών |
| αιτιατική | τους | ολοφανείς | τις | ολοφανείς | τα | ολοφανή |
| κλητική | ολοφανείς | ολοφανείς | ολοφανή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
ολοφανής < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὁλοφανής. Μορφολογικά αναλύεται σε ολο- + -φανής.
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.lo.faˈnis /
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λο‐φα‐νής
Επίθετο
ολοφανής, -ής, -ές
- (λόγιο) ολοφάνερος, που φαίνεται ολόκληρος
- (λόγιο, παρωχημένο) φωτισμός ομοιόμορφος προς μία συγκεκριμένη κατευθύνση
Μεταφράσεις
ολοφανής
|
Πηγές
- ολοφανής - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- ὁλοφανής - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.