ολοφανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολοφανής η ολοφανής το ολοφανές
      γενική του ολοφανούς* της ολοφανούς του ολοφανούς
    αιτιατική τον ολοφανή την ολοφανή το ολοφανές
     κλητική ολοφανή(ς) ολοφανής ολοφανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολοφανείς οι ολοφανείς τα ολοφανή
      γενική των ολοφανών των ολοφανών των ολοφανών
    αιτιατική τους ολοφανείς τις ολοφανείς τα ολοφανή
     κλητική ολοφανείς ολοφανείς ολοφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ολοφανής < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὁλοφανής. Μορφολογικά αναλύεται σε ολο- + -φανής.

Προφορά

ΔΦΑ : /o.lo.faˈnis /
τυπογραφικός συλλαβισμός: ολοφανής

Επίθετο

ολοφανής, -ής, -ές

  1. (λόγιο) ολοφάνερος, που φαίνεται ολόκληρος
  2. (λόγιο, παρωχημένο) φωτισμός ομοιόμορφος προς μία συγκεκριμένη κατευθύνση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.