ολότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ολότητα | οι | ολότητες |
| γενική | της | ολότητας | των | ολοτήτων |
| αιτιατική | την | ολότητα | τις | ολότητες |
| κλητική | ολότητα | ολότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ολότητα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈlo.ti.ta/
Ουσιαστικό
ολότητα θηλυκό
- αδιαίρετη ύπαρξη
- το φιλοσοφικό, πεζογραφικό και ποιητικό του έργο πρέπει να θεωρείται ως μία ολότητα της οποίας τα μέρη είναι σε οργανική σύνδεση μεταξύ τους
- η ιδιότητα εκείνη που χαρακτηρίζει κάτι ή κάποιον δίχως την απουσία κανενός μέρους του
- η πλαστικότητα των μορφών χαρακτηρίζει την ολότητα του έργου του
- ένιωθε ότι η μουσική του Σούμπερτ άγγιζε την ολότητα του είναι του
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.