ολοεδρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ολοεδρία | οι | ολοεδρίες |
| γενική | της | ολοεδρίας | των | ολοεδριών |
| αιτιατική | την | ολοεδρία | τις | ολοεδρίες |
| κλητική | ολοεδρία | ολοεδρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ολοεδρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική holohedry + -ία < αρχαία ελληνική ὅλος + ἕδρα
Ουσιαστικό
ολοεδρία θηλυκό
- η ιδιότητα ενός κρυστάλλου να έχει όλες τις όψεις και τα στοιχεία συμμετρίας που προβλέπονται από το κρυσταλλικό του σύστημα
Συγγενικά
- ολοεδρικός
- → δείτε τις λέξεις όλος και έδρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.