ολοήμερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολοήμερος | η | ολοήμερη | το | ολοήμερο |
| γενική | του | ολοήμερου | της | ολοήμερης | του | ολοήμερου |
| αιτιατική | τον | ολοήμερο | την | ολοήμερη | το | ολοήμερο |
| κλητική | ολοήμερε | ολοήμερη | ολοήμερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολοήμεροι | οι | ολοήμερες | τα | ολοήμερα |
| γενική | των | ολοήμερων | των | ολοήμερων | των | ολοήμερων |
| αιτιατική | τους | ολοήμερους | τις | ολοήμερες | τα | ολοήμερα |
| κλητική | ολοήμεροι | ολοήμερες | ολοήμερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ολοήμερος < (ελληνιστική κοινή) ὁλοήμερος < ὅλος + ἡμέρα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.