ολισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ολισμός οι ολισμοί
      γενική του ολισμού των ολισμών
    αιτιατική τον ολισμό τους ολισμούς
     κλητική ολισμέ ολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ολισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Holismus < αρχαία ελληνική ὅλος

Προφορά

ΔΦΑ : /o.liˈzmos/

Ουσιαστικό

ολισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.