όλον
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- όλον < αρχαία ελληνική ὅλον, ουδέτερο του ὅλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *solwos
Ουσιαστικό
όλον ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
όλον
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
όλον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.