οινοπνευματοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οινοπνευματοποιία οι οινοπνευματοποιίες
      γενική της οινοπνευματοποιίας των οινοπνευματοποιιών
    αιτιατική την οινοπνευματοποιία τις οινοπνευματοποιίες
     κλητική οινοπνευματοποιία οινοπνευματοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οινοπνευματοποιία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

οινοπνευματοποιία θηλυκό

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.