οικειοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικειοποιημένος η οικειοποιημένη το οικειοποιημένο
      γενική του οικειοποιημένου της οικειοποιημένης του οικειοποιημένου
    αιτιατική τον οικειοποιημένο την οικειοποιημένη το οικειοποιημένο
     κλητική οικειοποιημένε οικειοποιημένη οικειοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικειοποιημένοι οι οικειοποιημένες τα οικειοποιημένα
      γενική των οικειοποιημένων των οικειοποιημένων των οικειοποιημένων
    αιτιατική τους οικειοποιημένους τις οικειοποιημένες τα οικειοποιημένα
     κλητική οικειοποιημένοι οικειοποιημένες οικειοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οικειοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οικειοποιούμαι

Μετοχή

οικειοποιημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.