οἴομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | οἴομαι & οἶμαι | |
| Παρατατικός | ᾠόμην & ᾠμην | |
| Μέλλοντας | οἰήσομαι | |
| Αόριστος | ᾠήθην | |
| Παρακείμενος | νενόμικα | |
| Υπερσυντέλικος | ἐνενομίκειν | |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα
οἴομαι
- οἶμαι
- ὀΐομαι (ομηρικό)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- οἴομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἴομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.