οἴομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  οἴομαι & οἶμαι 
Παρατατικός  ᾠόμην & ᾠμην 
Μέλλοντας  οἰήσομαι 
Αόριστος  ᾠήθην 
Παρακείμενος  νενόμικα 
Υπερσυντέλικος  ἐνενομίκειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ρήμα

οἴομαι

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.