écran
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
écran
écrans
écran
(fr)
αρσενικό
το
αλεξίπυρο
που
προφυλάσσει
τον τοίχο σε ένα
τζάκι
από την υπερβολική
θερμότητα
η
οθόνη
το
μπερντές
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.