οδονταλγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδονταλγία οι οδονταλγίες
      γενική της οδονταλγίας των οδονταλγιών
    αιτιατική την οδονταλγία τις οδονταλγίες
     κλητική οδονταλγία οδονταλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οδονταλγία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀδονταλγία.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε οδοντ- + -αλγία.

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ðon.dalˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οδονταλγία

Ουσιαστικό

οδονταλγία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.