πονόδοντος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πονόδοντος | οι | πονόδοντοι |
| γενική | του | πονόδοντου | των | πονόδοντων |
| αιτιατική | τον | πονόδοντο | τους | πονόδοντους |
| κλητική | πονόδοντε | πονόδοντοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πονόδοντος < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.