οδηγημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οδηγημένος | η | οδηγημένη | το | οδηγημένο |
| γενική | του | οδηγημένου | της | οδηγημένης | του | οδηγημένου |
| αιτιατική | τον | οδηγημένο | την | οδηγημένη | το | οδηγημένο |
| κλητική | οδηγημένε | οδηγημένη | οδηγημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οδηγημένοι | οι | οδηγημένες | τα | οδηγημένα |
| γενική | των | οδηγημένων | των | οδηγημένων | των | οδηγημένων |
| αιτιατική | τους | οδηγημένους | τις | οδηγημένες | τα | οδηγημένα |
| κλητική | οδηγημένοι | οδηγημένες | οδηγημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οδηγημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οδηγώ, οδηγούμαι
Μεταφράσεις
οδηγημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.