ογκομετρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ογκομετρία οι ογκομετρίες
      γενική της ογκομετρίας των ογκομετριών
    αιτιατική την ογκομετρία τις ογκομετρίες
     κλητική ογκομετρία ογκομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ογκομετρία < όγκος + -ο- + -μετρία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική volumétrie[1])

Ουσιαστικό

ογκομετρία θηλυκό

  1. (μαθηματικά, φυσική) η μέτρηση του όγκου ενός σώματος
  2. (μαθηματικά) ο κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με την ποσοτική εύρεση (μέτρηση) του όγκου διαφόρων στερεών, αναπτύσσοντας αντίστοιχες μεθόδους υπολογισμών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.