ογκομετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ογκομετρία | οι | ογκομετρίες |
| γενική | της | ογκομετρίας | των | ογκομετριών |
| αιτιατική | την | ογκομετρία | τις | ογκομετρίες |
| κλητική | ογκομετρία | ογκομετρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ογκομετρία < όγκος + -ο- + -μετρία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική volumétrie[1])
Ουσιαστικό
ογκομετρία θηλυκό
- (μαθηματικά, φυσική) η μέτρηση του όγκου ενός σώματος
- (μαθηματικά) ο κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με την ποσοτική εύρεση (μέτρηση) του όγκου διαφόρων στερεών, αναπτύσσοντας αντίστοιχες μεθόδους υπολογισμών
Συγγενικά
- ογκομετρική
- ογκομετρικός
- ογκόμετρο
- → δείτε τις λέξεις όγκος και μέτρο
Μεταφράσεις
- ογκομετρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.