ογκολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ογκολογία οι ογκολογίες
      γενική της ογκολογίας των ογκολογιών
    αιτιατική την ογκολογία τις ογκολογίες
     κλητική ογκολογία ογκολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ογκολογία < όγκος + λέγω

Ουσιαστικό

ογκολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.