peg
Ουσιαστικό
peg (en)
- (το) μανταλάκι
- (η) προεξοχή της κρεμάστρας
- (ο) ξυλόπιρος· ο ξύλινος πίρος
- (ο) ξυλόπιρος μαρκαρίσματος μέτρησης· μικρό ραβδάκι καρφωμένο στον τοίχο που μαρκάρει ύψος (κάποιες φορές υπάρχουν υποδοχές, άλλες απαιτείται κάρφωμα)
- (το) πασσαλάκι· ο μικρός πάσσαλος· (ο) πάσσαλος στήριξης (για οτιδήποτε)
- (μεταφορικά) θέμα ή πτυχή θέματος που επιμηκύνει μία συζήτηση
- (οικονομικά) μεταβλητό σημείο μαρκαρίσματος ή ισοτιμίας
Ρήμα
peg (en)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.