ξινισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξινισμένος η ξινισμένη το ξινισμένο
      γενική του ξινισμένου της ξινισμένης του ξινισμένου
    αιτιατική τον ξινισμένο την ξινισμένη το ξινισμένο
     κλητική ξινισμένε ξινισμένη ξινισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξινισμένοι οι ξινισμένες τα ξινισμένα
      γενική των ξινισμένων των ξινισμένων των ξινισμένων
    αιτιατική τους ξινισμένους τις ξινισμένες τα ξινισμένα
     κλητική ξινισμένοι ξινισμένες ξινισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξινισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξινίζω

Μετοχή

ξινισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.