ξηγημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξηγημένος | η | ξηγημένη | το | ξηγημένο |
| γενική | του | ξηγημένου | της | ξηγημένης | του | ξηγημένου |
| αιτιατική | τον | ξηγημένο | την | ξηγημένη | το | ξηγημένο |
| κλητική | ξηγημένε | ξηγημένη | ξηγημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξηγημένοι | οι | ξηγημένες | τα | ξηγημένα |
| γενική | των | ξηγημένων | των | ξηγημένων | των | ξηγημένων |
| αιτιατική | τους | ξηγημένους | τις | ξηγημένες | τα | ξηγημένα |
| κλητική | ξηγημένοι | ξηγημένες | ξηγημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξηγημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξηγώ
Μεταφράσεις
ξηγημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.