ξηγώ

Νέα ελληνικά (el)

Ρήμα

ξηγώ (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του εξηγώ

  1. κάνω κάτι κατανοητό (σε κάποιον)
  2. παρέχω εξήγηση για κάτι, ερμηνεύω
      Κυρά, μου λέει, ξέρεις να ξηγάς όνειρα; (Λιλή Ιακωβίδου Λίγες σταλαγματιές αίμα... [διήγημα])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.