ξεψυχισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεψυχισμένος | η | ξεψυχισμένη | το | ξεψυχισμένο |
| γενική | του | ξεψυχισμένου | της | ξεψυχισμένης | του | ξεψυχισμένου |
| αιτιατική | τον | ξεψυχισμένο | την | ξεψυχισμένη | το | ξεψυχισμένο |
| κλητική | ξεψυχισμένε | ξεψυχισμένη | ξεψυχισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεψυχισμένοι | οι | ξεψυχισμένες | τα | ξεψυχισμένα |
| γενική | των | ξεψυχισμένων | των | ξεψυχισμένων | των | ξεψυχισμένων |
| αιτιατική | τους | ξεψυχισμένους | τις | ξεψυχισμένες | τα | ξεψυχισμένα |
| κλητική | ξεψυχισμένοι | ξεψυχισμένες | ξεψυχισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεψυχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ξεψυχώ
Μετοχή
ξεψυχισμένος -η -ο
- νεκρός
- Κάτου 'ς τα Σάλονα, ξεψυχισμένος - Ο εχθρός εφώλιασε μακρά απεδώ - Ξύπνα, Λαμπέτη μου, κι' αποσταμένος - Θέλω 'ς το μνήμα μου να πάω κ' εγώ.» (Αστραπόγιαννος-Λαμπέτης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)
- ξέπνοος, άτονος
- Μιλούσε με ξεψυχισμένη φωνή
- πολύ κουρασμένος
- 'Ηρθε ξεψυχισμένη μετά την τόση ανηφόρα και έκατσε να ανασάνει...
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.