ξεφτισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεφτισμένος η ξεφτισμένη το ξεφτισμένο
      γενική του ξεφτισμένου της ξεφτισμένης του ξεφτισμένου
    αιτιατική τον ξεφτισμένο την ξεφτισμένη το ξεφτισμένο
     κλητική ξεφτισμένε ξεφτισμένη ξεφτισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεφτισμένοι οι ξεφτισμένες τα ξεφτισμένα
      γενική των ξεφτισμένων των ξεφτισμένων των ξεφτισμένων
    αιτιατική τους ξεφτισμένους τις ξεφτισμένες τα ξεφτισμένα
     κλητική ξεφτισμένοι ξεφτισμένες ξεφτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξεφτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεφτίζω

Μετοχή

ξεφτισμένος, -η, -ο

  1. που έχει ξεφτίσει, φθαρεί
  2. που έχει υποβιβαστεί
  3.  δείτε τη λέξη ξεφτίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.