ξεφουσκωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεφουσκωμένος η ξεφουσκωμένη το ξεφουσκωμένο
      γενική του ξεφουσκωμένου της ξεφουσκωμένης του ξεφουσκωμένου
    αιτιατική τον ξεφουσκωμένο την ξεφουσκωμένη το ξεφουσκωμένο
     κλητική ξεφουσκωμένε ξεφουσκωμένη ξεφουσκωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεφουσκωμένοι οι ξεφουσκωμένες τα ξεφουσκωμένα
      γενική των ξεφουσκωμένων των ξεφουσκωμένων των ξεφουσκωμένων
    αιτιατική τους ξεφουσκωμένους τις ξεφουσκωμένες τα ξεφουσκωμένα
     κλητική ξεφουσκωμένοι ξεφουσκωμένες ξεφουσκωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξεφουσκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεφουσκώνω

Μετοχή

ξεφουσκωμένος, -η, -ο

  1. ο ξεφούσκωτος
  2.  δείτε τη λέξη ξεφουσκώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.