ξεφουσκώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξεφουσκώνω, παθητική φωνή ξεφουσκώνομαι ξεφουσκωμένος
- (αμετάβατο) (για ανθρώπους) χάνω τα αέρια που μου φούσκωναν το γαστρεντερικό μου σύστημα ή ξαλαφρώνω γιατί είχα φουσκώσει τρέχοντας, ανεβαίνοντας σκάλες κ.λπ.
- Ηπια μια σόδα αλλά δεν ξεφούσκωσα. Τι αηδίες λένε ότι βοηθάει;
- (μεταβατικό) (για αντικείμενα) αφαιρώ τον αέρα που περιέχουν
- Μπορείς να ξεφουσκώσεις τη βάρκα για να τη βάλω στο πορτμπαγκάζ;
- (αμετάβατο) (για αντικείμενα) η απώλεια του αέρα που περιέχουν
- Μπαμπά! Η μπάλα μου ξεφούσκωσε! Πώς θα παίξω τώρα;
- (αμετάβατο) (για διογκωμένες καταστάσεις) ξαναπαίρνω τις πραγματικές μου διαστάσεις
- Πάει και το χρηματιστήριο, μια φούσκα που ξεφούσκωσε
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεφουσκώνω | ξεφούσκωνα | θα ξεφουσκώνω | να ξεφουσκώνω | ξεφουσκώνοντας | |
| β' ενικ. | ξεφουσκώνεις | ξεφούσκωνες | θα ξεφουσκώνεις | να ξεφουσκώνεις | ξεφούσκωνε | |
| γ' ενικ. | ξεφουσκώνει | ξεφούσκωνε | θα ξεφουσκώνει | να ξεφουσκώνει | ||
| α' πληθ. | ξεφουσκώνουμε | ξεφουσκώναμε | θα ξεφουσκώνουμε | να ξεφουσκώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξεφουσκώνετε | ξεφουσκώνατε | θα ξεφουσκώνετε | να ξεφουσκώνετε | ξεφουσκώνετε | |
| γ' πληθ. | ξεφουσκώνουν(ε) | ξεφούσκωναν ξεφουσκώναν(ε) |
θα ξεφουσκώνουν(ε) | να ξεφουσκώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεφούσκωσα | θα ξεφουσκώσω | να ξεφουσκώσω | ξεφουσκώσει | ||
| β' ενικ. | ξεφούσκωσες | θα ξεφουσκώσεις | να ξεφουσκώσεις | ξεφούσκωσε | ||
| γ' ενικ. | ξεφούσκωσε | θα ξεφουσκώσει | να ξεφουσκώσει | |||
| α' πληθ. | ξεφουσκώσαμε | θα ξεφουσκώσουμε | να ξεφουσκώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεφουσκώσατε | θα ξεφουσκώσετε | να ξεφουσκώσετε | ξεφουσκώστε | ||
| γ' πληθ. | ξεφούσκωσαν ξεφουσκώσαν(ε) |
θα ξεφουσκώσουν(ε) | να ξεφουσκώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεφουσκώσει | είχα ξεφουσκώσει | θα έχω ξεφουσκώσει | να έχω ξεφουσκώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεφουσκώσει | είχες ξεφουσκώσει | θα έχεις ξεφουσκώσει | να έχεις ξεφουσκώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεφουσκώσει | είχε ξεφουσκώσει | θα έχει ξεφουσκώσει | να έχει ξεφουσκώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεφουσκώσει | είχαμε ξεφουσκώσει | θα έχουμε ξεφουσκώσει | να έχουμε ξεφουσκώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεφουσκώσει | είχατε ξεφουσκώσει | θα έχετε ξεφουσκώσει | να έχετε ξεφουσκώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεφουσκώσει | είχαν ξεφουσκώσει | θα έχουν ξεφουσκώσει | να έχουν ξεφουσκώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.