ξεφουσκώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεφουσκώνω< ξε +φουσκώνω

Ρήμα

ξεφουσκώνω, παθητική φωνή ξεφουσκώνομαι ξεφουσκωμένος

  1. (αμετάβατο) (για ανθρώπους) χάνω τα αέρια που μου φούσκωναν το γαστρεντερικό μου σύστημα ή ξαλαφρώνω γιατί είχα φουσκώσει τρέχοντας, ανεβαίνοντας σκάλες κ.λπ.
    Ηπια μια σόδα αλλά δεν ξεφούσκωσα. Τι αηδίες λένε ότι βοηθάει;
  2. (μεταβατικό) (για αντικείμενα) αφαιρώ τον αέρα που περιέχουν
    Μπορείς να ξεφουσκώσεις τη βάρκα για να τη βάλω στο πορτμπαγκάζ;
  3. (αμετάβατο) (για αντικείμενα) η απώλεια του αέρα που περιέχουν
    Μπαμπά! Η μπάλα μου ξεφούσκωσε! Πώς θα παίξω τώρα;
  4. (αμετάβατο) (για διογκωμένες καταστάσεις) ξαναπαίρνω τις πραγματικές μου διαστάσεις
    Πάει και το χρηματιστήριο, μια φούσκα που ξεφούσκωσε

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.