ξεσυνέρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεσυνέρισμα | τα | ξεσυνερίσματα |
| γενική | του | ξεσυνερίσματος | των | ξεσυνερισμάτων |
| αιτιατική | το | ξεσυνέρισμα | τα | ξεσυνερίσματα |
| κλητική | ξεσυνέρισμα | ξεσυνερίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεσυνέρισμα < ξεσυνερίζομαι
Ουσιαστικό
ξεσυνέρισμα ουδέτερο
- το να θυμώνεις με κάποιον επειδή υπολογίζεις αυτά που λέει ενώ κανονικά δεν θα έπρεπε (επειδή π.χ. είναι μικρός, βλάκας, ανόητος, ασήμαντος)
- το να ανταγωνίζεσαι κάποιος που δεν είναι αντάξιός σου
Μεταφράσεις
ξεσυνέρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.