ξεσπιτωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεσπιτωμένος | η | ξεσπιτωμένη | το | ξεσπιτωμένο |
| γενική | του | ξεσπιτωμένου | της | ξεσπιτωμένης | του | ξεσπιτωμένου |
| αιτιατική | τον | ξεσπιτωμένο | την | ξεσπιτωμένη | το | ξεσπιτωμένο |
| κλητική | ξεσπιτωμένε | ξεσπιτωμένη | ξεσπιτωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεσπιτωμένοι | οι | ξεσπιτωμένες | τα | ξεσπιτωμένα |
| γενική | των | ξεσπιτωμένων | των | ξεσπιτωμένων | των | ξεσπιτωμένων |
| αιτιατική | τους | ξεσπιτωμένους | τις | ξεσπιτωμένες | τα | ξεσπιτωμένα |
| κλητική | ξεσπιτωμένοι | ξεσπιτωμένες | ξεσπιτωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ξεσπιτωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.