ξεσπίτωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεσπίτωτος | η | ξεσπίτωτη | το | ξεσπίτωτο |
| γενική | του | ξεσπίτωτου | της | ξεσπίτωτης | του | ξεσπίτωτου |
| αιτιατική | τον | ξεσπίτωτο | την | ξεσπίτωτη | το | ξεσπίτωτο |
| κλητική | ξεσπίτωτε | ξεσπίτωτη | ξεσπίτωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεσπίτωτοι | οι | ξεσπίτωτες | τα | ξεσπίτωτα |
| γενική | των | ξεσπίτωτων | των | ξεσπίτωτων | των | ξεσπίτωτων |
| αιτιατική | τους | ξεσπίτωτους | τις | ξεσπίτωτες | τα | ξεσπίτωτα |
| κλητική | ξεσπίτωτοι | ξεσπίτωτες | ξεσπίτωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ξεσπίτωτος
|
Πηγές
- ξεσπίτωτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.