ξεροκέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεροκέφαλος | η | ξεροκέφαλη | το | ξεροκέφαλο |
| γενική | του | ξεροκέφαλου | της | ξεροκέφαλης | του | ξεροκέφαλου |
| αιτιατική | τον | ξεροκέφαλο | την | ξεροκέφαλη | το | ξεροκέφαλο |
| κλητική | ξεροκέφαλε | ξεροκέφαλη | ξεροκέφαλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεροκέφαλοι | οι | ξεροκέφαλες | τα | ξεροκέφαλα |
| γενική | των | ξεροκέφαλων | των | ξεροκέφαλων | των | ξεροκέφαλων |
| αιτιατική | τους | ξεροκέφαλους | τις | ξεροκέφαλες | τα | ξεροκέφαλα |
| κλητική | ξεροκέφαλοι | ξεροκέφαλες | ξεροκέφαλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεροκέφαλος < (ξερός) ξερο- + κεφάλ(ι) + -ος (-κέφαλος). Διαφορετική η ελληνιστική λέξη ξηροκέφαλος (με στεγνό κεφάλι)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.ɾoˈce.fa.los/
Επίθετο
ξεροκέφαλος
- που επιμένει πολύ στην άποψή του και δεν την αλλάζει εύκολα, δεν λαμβάνει υπ' όψιν τις γνώμες των άλλων
- Πόσο ξεροκέφαλος, Θεέ μου! Μόνο όταν έβαλα μπροστά στα μάτια του το λεξικό και διάβασε τον ορισμό παραδέχτηκε τελικά πως είχα δίκιο.
Παράγωγα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ξεροκέφαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.