ξεροκέφαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεροκέφαλος η ξεροκέφαλη το ξεροκέφαλο
      γενική του ξεροκέφαλου της ξεροκέφαλης του ξεροκέφαλου
    αιτιατική τον ξεροκέφαλο την ξεροκέφαλη το ξεροκέφαλο
     κλητική ξεροκέφαλε ξεροκέφαλη ξεροκέφαλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεροκέφαλοι οι ξεροκέφαλες τα ξεροκέφαλα
      γενική των ξεροκέφαλων των ξεροκέφαλων των ξεροκέφαλων
    αιτιατική τους ξεροκέφαλους τις ξεροκέφαλες τα ξεροκέφαλα
     κλητική ξεροκέφαλοι ξεροκέφαλες ξεροκέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξεροκέφαλος < (ξερός) ξερο- + κεφάλ(ι) + -ος (-κέφαλος). Διαφορετική η ελληνιστική λέξη ξηροκέφαλος (με στεγνό κεφάλι)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.ɾoˈce.fa.los/

Επίθετο

ξεροκέφαλος

  • που επιμένει πολύ στην άποψή του και δεν την αλλάζει εύκολα, δεν λαμβάνει υπ' όψιν τις γνώμες των άλλων
    Πόσο ξεροκέφαλος, Θεέ μου! Μόνο όταν έβαλα μπροστά στα μάτια του το λεξικό και διάβασε τον ορισμό παραδέχτηκε τελικά πως είχα δίκιο.

Παράγωγα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.