ξεροκεφαλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξεροκεφαλιά | οι | ξεροκεφαλιές |
| γενική | της | ξεροκεφαλιάς | των | ξεροκεφαλιών |
| αιτιατική | την | ξεροκεφαλιά | τις | ξεροκεφαλιές |
| κλητική | ξεροκεφαλιά | ξεροκεφαλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεροκεφαλιά < ξεροκέφαλος
Ουσιαστικό
ξεροκεφαλιά θηλυκό
- η ιδιότητα του ξεροκέφαλου, οι ενέργειες ή πεποιθήσεις που δείχνουν ότι κάποιος πως είναι αγύριστο κεφάλι, η εμμονή σε μια προσωπική απόφαση ή αντίληψη παρότι όλα δειχνουν ότι είναι εσφαλμένη ή μη συμφέρουσα, η αδυναμία να αλλάξει κάποιος άποψη και να ακουσει τη γνώμη των άλλων
Μεταφράσεις
ξεροκεφαλιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.