ξερόλας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξερόλας οι ξερόλες
      γενική του ξερόλα των ξερόλων
    αιτιατική τον ξερόλα τους ξερόλες
     κλητική ξερόλα ξερόλες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξερόλας < φράση τα ξέρει + όλα + [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kseˈɾo.las/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξερόλας

Ουσιαστικό

ξερόλας αρσενικό (θηλυκό ξερόλα)

  • (προφορικό) που νομίζει ότι γνωρίζει τα πάντα, ή πάρα πολλά, και συμπεριφέρεται ανάλογα, που έχει άποψη για όλα και, κατά κανόνα, θεωρεί τη γνώμη του σωστότερη των υπολοίπων
    —Είναι φοβερός! Γνωρίζει τόσα πράγματα!
    —Μπα, άσχετος είναι· απλά ρίχνει μερικές γρήγορες ματιές στη Βικιπαίδεια και παριστάνει τον ξερόλα.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.