ξερόλας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξερόλας | οι | ξερόλες |
| γενική | του | ξερόλα | των | ξερόλων |
| αιτιατική | τον | ξερόλα | τους | ξερόλες |
| κλητική | ξερόλα | ξερόλες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kseˈɾo.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐ρό‐λας
Ουσιαστικό
ξερόλας αρσενικό (θηλυκό ξερόλα)
- (προφορικό) που νομίζει ότι γνωρίζει τα πάντα, ή πάρα πολλά, και συμπεριφέρεται ανάλογα, που έχει άποψη για όλα και, κατά κανόνα, θεωρεί τη γνώμη του σωστότερη των υπολοίπων
- —Είναι φοβερός! Γνωρίζει τόσα πράγματα!
—Μπα, άσχετος είναι· απλά ρίχνει μερικές γρήγορες ματιές στη Βικιπαίδεια και παριστάνει τον ξερόλα.
- —Είναι φοβερός! Γνωρίζει τόσα πράγματα!
Μεταφράσεις
ξερόλας
|
Αναφορές
- ξερόλας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.