αρδευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρδευτικός | η | αρδευτική | το | αρδευτικό |
| γενική | του | αρδευτικού | της | αρδευτικής | του | αρδευτικού |
| αιτιατική | τον | αρδευτικό | την | αρδευτική | το | αρδευτικό |
| κλητική | αρδευτικέ | αρδευτική | αρδευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρδευτικοί | οι | αρδευτικές | τα | αρδευτικά |
| γενική | των | αρδευτικών | των | αρδευτικών | των | αρδευτικών |
| αιτιατική | τους | αρδευτικούς | τις | αρδευτικές | τα | αρδευτικά |
| κλητική | αρδευτικοί | αρδευτικές | αρδευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρδευτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αρδευτικός
- ο κατάλληλος για άρδευση
- αυτός που χρησιμοποιείται για άρδευση
- ※ Μπροστά από το σπίτι που στεγαστήκαμε περνάει πέρναγε ένα μεγάλο αρδευτικό αυλάκι. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
αρδευτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.