ξερίζωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξερίζωμα | τα | ξεριζώματα |
| γενική | του | ξεριζώματος | των | ξεριζωμάτων |
| αιτιατική | το | ξερίζωμα | τα | ξεριζώματα |
| κλητική | ξερίζωμα | ξεριζώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξερίζωμα < ξεριζώνω < αρχαία ελληνική ἐκριζόω
Ουσιαστικό
ξερίζωμα ουδέτερο
- η απόσπαση ενός φυτού από το έδαφος μαζί με τη ρίζα του
- η απόσπαση δια της βίας, ο διωγμός ή η αναγκαστική για οικονομικούς λόγους αποχώρηση ατόμου ή κοινότητας ή έθνους από την πατρίδα του ή από τον τόπο στον οποίο γεννήθηκε
- Το ξερίζωμα του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη, των Αρμενίων από την Μικρά Ασία
- Το ξερίζωμα του μετανάστη που λαχταράει να γυρίσει στην πατρίδα του αλλα για οικονομικούς λόγους μένει μακριά
- (μεταφορικά) η βίαιη απόσπαση από τις πολιτιστικές ρίζες
- το ξερίζωμα των λέξεων από τις πηγές τους
Μεταφράσεις
ξερίζωμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.