ξερίζωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξερίζωμα τα ξεριζώματα
      γενική του ξεριζώματος των ξεριζωμάτων
    αιτιατική το ξερίζωμα τα ξεριζώματα
     κλητική ξερίζωμα ξεριζώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξερίζωμα < ξεριζώνω < αρχαία ελληνική ἐκριζόω

Ουσιαστικό

ξερίζωμα ουδέτερο

  1. η απόσπαση ενός φυτού από το έδαφος μαζί με τη ρίζα του
  2. η απόσπαση δια της βίας, ο διωγμός ή η αναγκαστική για οικονομικούς λόγους αποχώρηση ατόμου ή κοινότητας ή έθνους από την πατρίδα του ή από τον τόπο στον οποίο γεννήθηκε
    Το ξερίζωμα του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη, των Αρμενίων από την Μικρά Ασία
    Το ξερίζωμα του μετανάστη που λαχταράει να γυρίσει στην πατρίδα του αλλα για οικονομικούς λόγους μένει μακριά
  3. (μεταφορικά) η βίαιη απόσπαση από τις πολιτιστικές ρίζες
    το ξερίζωμα των λέξεων από τις πηγές τους

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.