ξεριζωμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξεριζωμός | οι | ξεριζωμοί |
| γενική | του | ξεριζωμού | των | ξεριζωμών |
| αιτιατική | τον | ξεριζωμό | τους | ξεριζωμούς |
| κλητική | ξεριζωμέ | ξεριζωμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεριζωμός < ξεριζώνω < αρχαία ελληνική ἐκριζόω
Ουσιαστικό
ξεριζωμός αρσενικό
- η απόσπαση δια της βίας, ο διωγμός ή η αναγκαστική για οικονομικούς λόγους αποχώρηση ατόμου ή κοινότητας ή έθνους από την πατρίδα του ή από τον τόπο στον οποίο γεννήθηκε
- O ξερiζωμός των Μικρασιατών, των Κωνσταντινουπολιτών, των Αρμενίων
- Ο ξεριζωμός του μετανάστη που λαχταράει να γυρίσει στην πατρίδα του αλλα για οικονομικούς λόγους μένει μακριά
- (μεταφορικά) η βίαιη απόσπαση από τις πολιτιστικές ρίζες
- ο ξεριζωμός των λέξεων, το ξεγύμνωμα του τοποίου από τις επενδύσεις της μνήμης... (για το έργο "Ο Ξεριζωμός" του Ιρλανδού Μπράιαν Φρίελ)
- Αυτή είναι η καρδιά του προβλήματος: ο ξεριζωμός απ' τα δικά μας (ενν. έθιμα, λέξεις)
Μεταφράσεις
ξεριζωμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.