ξεριζώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεριζώνω < μεσαιωνική ελληνική (ἐ)ξεριζώνω (ελληνιστική κοινή) ἐκριζόω / ἐκριζῶ < αρχαία ελληνική ῥίζα

Ρήμα

ξεριζώνω, παθητικό: ξεριζώνομαι, παθητική μετοχή: ξεριζωμένος

  1. αποσπώ ένα φυτό από το έδαφος έτσι ώστε να βγουν και οι ρίζες
  2. (μεταφορικά) απομακρύνω με τη βία έναν πληθυσμό από την κοιτίδα του

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.