ξεριζώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεριζώνω < μεσαιωνική ελληνική (ἐ)ξεριζώνω (ελληνιστική κοινή) ἐκριζόω / ἐκριζῶ < αρχαία ελληνική ῥίζα
Ρήμα
ξεριζώνω, παθητικό: ξεριζώνομαι, παθητική μετοχή: ξεριζωμένος
- αποσπώ ένα φυτό από το έδαφος έτσι ώστε να βγουν και οι ρίζες
- (μεταφορικά) απομακρύνω με τη βία έναν πληθυσμό από την κοιτίδα του
Συγγενικά
- αξερίζωτα
- αξερίζωτος
- αποξεριζώνω
- ξερίζωμα
- ξεριζωμός
- → δείτε τη λέξη ρίζα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεριζώνω | ξερίζωνα | θα ξεριζώνω | να ξεριζώνω | ξεριζώνοντας | |
| β' ενικ. | ξεριζώνεις | ξερίζωνες | θα ξεριζώνεις | να ξεριζώνεις | ξερίζωνε | |
| γ' ενικ. | ξεριζώνει | ξερίζωνε | θα ξεριζώνει | να ξεριζώνει | ||
| α' πληθ. | ξεριζώνουμε | ξεριζώναμε | θα ξεριζώνουμε | να ξεριζώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξεριζώνετε | ξεριζώνατε | θα ξεριζώνετε | να ξεριζώνετε | ξεριζώνετε | |
| γ' πληθ. | ξεριζώνουν(ε) | ξερίζωναν ξεριζώναν(ε) |
θα ξεριζώνουν(ε) | να ξεριζώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξερίζωσα | θα ξεριζώσω | να ξεριζώσω | ξεριζώσει | ||
| β' ενικ. | ξερίζωσες | θα ξεριζώσεις | να ξεριζώσεις | ξερίζωσε | ||
| γ' ενικ. | ξερίζωσε | θα ξεριζώσει | να ξεριζώσει | |||
| α' πληθ. | ξεριζώσαμε | θα ξεριζώσουμε | να ξεριζώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεριζώσατε | θα ξεριζώσετε | να ξεριζώσετε | ξεριζώστε | ||
| γ' πληθ. | ξερίζωσαν ξεριζώσαν(ε) |
θα ξεριζώσουν(ε) | να ξεριζώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεριζώσει | είχα ξεριζώσει | θα έχω ξεριζώσει | να έχω ξεριζώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεριζώσει | είχες ξεριζώσει | θα έχεις ξεριζώσει | να έχεις ξεριζώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεριζώσει | είχε ξεριζώσει | θα έχει ξεριζώσει | να έχει ξεριζώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεριζώσει | είχαμε ξεριζώσει | θα έχουμε ξεριζώσει | να έχουμε ξεριζώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεριζώσει | είχατε ξεριζώσει | θα έχετε ξεριζώσει | να έχετε ξεριζώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεριζώσει | είχαν ξεριζώσει | θα έχουν ξεριζώσει | να έχουν ξεριζώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.