ξεμουχλιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεμουχλιασμένος η ξεμουχλιασμένη το ξεμουχλιασμένο
      γενική του ξεμουχλιασμένου της ξεμουχλιασμένης του ξεμουχλιασμένου
    αιτιατική τον ξεμουχλιασμένο την ξεμουχλιασμένη το ξεμουχλιασμένο
     κλητική ξεμουχλιασμένε ξεμουχλιασμένη ξεμουχλιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεμουχλιασμένοι οι ξεμουχλιασμένες τα ξεμουχλιασμένα
      γενική των ξεμουχλιασμένων των ξεμουχλιασμένων των ξεμουχλιασμένων
    αιτιατική τους ξεμουχλιασμένους τις ξεμουχλιασμένες τα ξεμουχλιασμένα
     κλητική ξεμουχλιασμένοι ξεμουχλιασμένες ξεμουχλιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξεμουχλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεμουχλιάζω

Μετοχή

ξεμουχλιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.