ξεμουχλιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεμουχλιάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ξεμουχλιάζω

  1. (μεταβατικό) αφαιρώ τη μούχλα από κάτι
  2. (μεταφορικά) αναζωογονούμαι, ξαναβρίσκω τη ζωντάνια μου


Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.