ξεκόλλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεκόλλημα | τα | ξεκολλήματα |
| γενική | του | ξεκολλήματος | των | ξεκολλημάτων |
| αιτιατική | το | ξεκόλλημα | τα | ξεκολλήματα |
| κλητική | ξεκόλλημα | ξεκολλήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ξεκόλλημα ουδέτερο
- το να αποσπάται κάτι από από ένα σημείο στο οποίο ήταν στερεωμένο με συγκολλητική ύλη
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) η απόσπαση από μια έμμονη ιδέα ή κάτι που λειτουργεί δεσμευτικά κατά παρόμοιο τρόπο και περιορίζει την ελευθερία σκέψης, δράσης, επιλογής
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ξεκόλλημα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.