αποσπώμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποσπώμαι < ἀποσπῶμαι

Ρήμα

αποσπώμαι (μεσοπαθητικό του αποσπώ)

  1. χάνω την εστίαση της προσοχής μου, κάτι τραβάει την προσοχή μου από το κύριο αντικείμενό μου τη συγκεκριμένη στιγμή
  2. με μεταθέτουν σε άλλη υπηρεσία του δημοσίου ή σε άλλη μονάδα του στρατού
  3. (για αντικείμενα ή εξαρτήματα) στο τρίτο πρόσωπο, βγαίνει από μια θέση, αφαιρείται και μπορεί να ξανατοποθετηθεί στην ίδια θέση, να αποσυναρμολογηθεί και να επανασυναρμολογηθεί
    Η βάση αποσπάται εύκολα και επανατοποθετείται όποτε θέλει ο χρήστης της συσκευής

Συγγενικά

Κλίση

ενεστώτας αποσπώμαι (παρατατικός με αποσπούσαν ή ήμουν αποσπασμένος) μέλλοντας θα αποσπασθώ και θα αποσπώμαι αόριστος αποσπάσθηκα παρακείμενος έχω αποσπασθεί, μετοχή ενεστώτα αποσπούμενος και μετοχή παρακειμένου αποσπασμένος

 δείτε τη λέξη αποσπώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.