ξεκρέμαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεκρέμαστος | η | ξεκρέμαστη | το | ξεκρέμαστο |
| γενική | του | ξεκρέμαστου | της | ξεκρέμαστης | του | ξεκρέμαστου |
| αιτιατική | τον | ξεκρέμαστο | την | ξεκρέμαστη | το | ξεκρέμαστο |
| κλητική | ξεκρέμαστε | ξεκρέμαστη | ξεκρέμαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεκρέμαστοι | οι | ξεκρέμαστες | τα | ξεκρέμαστα |
| γενική | των | ξεκρέμαστων | των | ξεκρέμαστων | των | ξεκρέμαστων |
| αιτιατική | τους | ξεκρέμαστους | τις | ξεκρέμαστες | τα | ξεκρέμαστα |
| κλητική | ξεκρέμαστοι | ξεκρέμαστες | ξεκρέμαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ξεκρέμαστος, -η, -ο
- που δεν κρέμεται από κάποιο σημείο
- έχει περάσει ένας μήνας από τότε που μετακομίσαμε και ακόμα όλοι οι πίνακες είναι ακόμα ξεκρέμαστοι
- (μεταφορικά) που δεν έχει κάποιον/ κάτι να τον στηρίξει υλικά ή/και ηθικά
- περιμένω να έρθεις στο δικαστήριο για μάρτυρας. Μη με αφήσεις ξεκρέμαστο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.