ξεκρέμαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεκρέμαστος η ξεκρέμαστη το ξεκρέμαστο
      γενική του ξεκρέμαστου της ξεκρέμαστης του ξεκρέμαστου
    αιτιατική τον ξεκρέμαστο την ξεκρέμαστη το ξεκρέμαστο
     κλητική ξεκρέμαστε ξεκρέμαστη ξεκρέμαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεκρέμαστοι οι ξεκρέμαστες τα ξεκρέμαστα
      γενική των ξεκρέμαστων των ξεκρέμαστων των ξεκρέμαστων
    αιτιατική τους ξεκρέμαστους τις ξεκρέμαστες τα ξεκρέμαστα
     κλητική ξεκρέμαστοι ξεκρέμαστες ξεκρέμαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξεκρέμαστος < ξεκρεμώ ή ίσως από τον τύπο ξεκρεμάζω + -τος

Επίθετο

ξεκρέμαστος, -η, -ο

  1. που δεν κρέμεται από κάποιο σημείο
    έχει περάσει ένας μήνας από τότε που μετακομίσαμε και ακόμα όλοι οι πίνακες είναι ακόμα ξεκρέμαστοι
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει κάποιον/ κάτι να τον στηρίξει υλικά ή/και ηθικά
    περιμένω να έρθεις στο δικαστήριο για μάρτυρας. Μη με αφήσεις ξεκρέμαστο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.