ξεκρέμασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκρέμασμα τα ξεκρεμάσματα
      γενική του ξεκρεμάσματος των ξεκρεμασμάτων
    αιτιατική το ξεκρέμασμα τα ξεκρεμάσματα
     κλητική ξεκρέμασμα ξεκρεμάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεκρέμασμα < ξεκρεμώ

Ουσιαστικό

ξεκρέμασμα ουδέτερο

  1. κατεβάζω κάτι που ήταν ανηρτημένο
  2. απομακρύνω από την αγχόνη τον κρεμασμένο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.