ξεκρεμῶ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεκρεμῶ < μεσαιωνική ελληνική ξεκρεμῶ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ξεκρεμῶ < συνηρημένος τύπος του ξεκρεμάω < ξε- + κρεμάω < ελληνιστική κοινή ή μεταγενέστερη κρεμάω και κρεμνάω < αρχαία ελληνική κρεμάννυμι
Ρήμα
ξεκρεμῶ
- αποκαθηλώνω κάτι, από τον πάσσαλο, αποκαθηλώνω κάποιον από το σταυρό
- ξεκρεμώ κάτι (τα ρούχα τα απλωμένα)
- ξεκρεμνῶ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.