ξεκουτιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεκουτιασμένος | η | ξεκουτιασμένη | το | ξεκουτιασμένο |
| γενική | του | ξεκουτιασμένου | της | ξεκουτιασμένης | του | ξεκουτιασμένου |
| αιτιατική | τον | ξεκουτιασμένο | την | ξεκουτιασμένη | το | ξεκουτιασμένο |
| κλητική | ξεκουτιασμένε | ξεκουτιασμένη | ξεκουτιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεκουτιασμένοι | οι | ξεκουτιασμένες | τα | ξεκουτιασμένα |
| γενική | των | ξεκουτιασμένων | των | ξεκουτιασμένων | των | ξεκουτιασμένων |
| αιτιατική | τους | ξεκουτιασμένους | τις | ξεκουτιασμένες | τα | ξεκουτιασμένα |
| κλητική | ξεκουτιασμένοι | ξεκουτιασμένες | ξεκουτιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεκουτιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξεκουτιαίνω και του ξεκουτιάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.ku.tçaˈzme.nos/
Μεταφράσεις
ξεκουτιασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.