ξεκούτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξεκούτης | οι | ξεκούτηδες |
| γενική | του | ξεκούτη | των | ξεκούτηδων |
| αιτιατική | τον | ξεκούτη | τους | ξεκούτηδες |
| κλητική | ξεκούτη | ξεκούτηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεκούτης < ξε- ξεκουτ(ιαίνω) + -ης (αναδρομικός σχηματισμός) [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kseˈku.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐κού‐της
Ουσιαστικό
ξεκούτης αρσενικό (θηλυκό ξεκούτα)
- (προφορικό, μειωτικό)[3] που έχει ξεκουτιάνει, συνώνυμο του ξεκουτιάρης
Σύνθετα
Αναφορές
- ξεκούτης - ξεκούτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ξεκούτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.