ξεκολλημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεκολλημένος | η | ξεκολλημένη | το | ξεκολλημένο |
| γενική | του | ξεκολλημένου | της | ξεκολλημένης | του | ξεκολλημένου |
| αιτιατική | τον | ξεκολλημένο | την | ξεκολλημένη | το | ξεκολλημένο |
| κλητική | ξεκολλημένε | ξεκολλημένη | ξεκολλημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεκολλημένοι | οι | ξεκολλημένες | τα | ξεκολλημένα |
| γενική | των | ξεκολλημένων | των | ξεκολλημένων | των | ξεκολλημένων |
| αιτιατική | τους | ξεκολλημένους | τις | ξεκολλημένες | τα | ξεκολλημένα |
| κλητική | ξεκολλημένοι | ξεκολλημένες | ξεκολλημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεκολλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεκολλώ
Μετοχή
ξεκολλημένος, -η, -ο
- που ήταν κολλημένος αλλά τώρα είτε κάποιος τον έχει αποσπάσει από τη θέση του ή έχει ξεκολλήσει μόνος του (π.χ. από φθορά)
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ξεκολλημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.