ξεκλειδωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεκλειδωμένος η ξεκλειδωμένη το ξεκλειδωμένο
      γενική του ξεκλειδωμένου της ξεκλειδωμένης του ξεκλειδωμένου
    αιτιατική τον ξεκλειδωμένο την ξεκλειδωμένη το ξεκλειδωμένο
     κλητική ξεκλειδωμένε ξεκλειδωμένη ξεκλειδωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεκλειδωμένοι οι ξεκλειδωμένες τα ξεκλειδωμένα
      γενική των ξεκλειδωμένων των ξεκλειδωμένων των ξεκλειδωμένων
    αιτιατική τους ξεκλειδωμένους τις ξεκλειδωμένες τα ξεκλειδωμένα
     κλητική ξεκλειδωμένοι ξεκλειδωμένες ξεκλειδωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξεκλειδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεκλειδώνω

Μετοχή

ξεκλειδωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.