ξεκλειδώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεκλειδώνω < ξε- + κλειδώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.kliˈðo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεκλειδώνω

Ρήμα

ξεκλειδώνω, αόρ.: ξεκλείδωσα, παθ.φωνή: ξεκλειδώνομαι, π.αόρ.: ξεκλειδώθηκα, μτχ.π.π.: ξεκλειδωμένος

  1. ενεργώ έτσι ώστε κάτι (πόρτα, κλειδαριά, πρόγραμμα Η/Υ) να πάψει να είναι κλειδωμένο
  2. (μεταφορικά) βρίσκω το "κλειδί" ώστε να κατανοήσω ένα μήνυμα, αποκρυπτογραφώ

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κλειδί

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.