ξεδιπλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεδιπλωμένος | η | ξεδιπλωμένη | το | ξεδιπλωμένο |
| γενική | του | ξεδιπλωμένου | της | ξεδιπλωμένης | του | ξεδιπλωμένου |
| αιτιατική | τον | ξεδιπλωμένο | την | ξεδιπλωμένη | το | ξεδιπλωμένο |
| κλητική | ξεδιπλωμένε | ξεδιπλωμένη | ξεδιπλωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεδιπλωμένοι | οι | ξεδιπλωμένες | τα | ξεδιπλωμένα |
| γενική | των | ξεδιπλωμένων | των | ξεδιπλωμένων | των | ξεδιπλωμένων |
| αιτιατική | τους | ξεδιπλωμένους | τις | ξεδιπλωμένες | τα | ξεδιπλωμένα |
| κλητική | ξεδιπλωμένοι | ξεδιπλωμένες | ξεδιπλωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεδιπλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεδιπλώνω
Μεταφράσεις
ξεδιπλωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.