ξεδιπλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεδιπλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεδιπλώνω < ξε- + διπλώνω [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.ðiˈplo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐δι‐πλώ‐νω
Ρήμα
ξεδιπλώνω, αόρ.: ξεδίπλωσα, παθ.φωνή: ξεδιπλώνομαι, π.αόρ.: ξεδιπλώθηκα, μτχ.π.π.: ξεδιπλωμένος
- ανοίγω κάτι που ήταν διπλωμένο, απομακρύνω κομμάτια διπλωμένου αντικειμένου χωρίς να σκιστεί
- ※ 1943 - Ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα του «Ηχήστε οι σάλπιγγες» στην κηδεία του Παλαμά
- Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
- Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
- ※ 1943 - Ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα του «Ηχήστε οι σάλπιγγες» στην κηδεία του Παλαμά
- (μεταφορικά) αναπτύσσω, εμφανίζω, αποκαλύπτω
- ↪ Κάποιες δράσεις είναι άμεσες, άλλες χρειάζονται μήνες ή χρόνια μέχρι να ξεδιπλωθούν.
Αντώνυμα
Παράγωγα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεδιπλώνω | ξεδίπλωνα | θα ξεδιπλώνω | να ξεδιπλώνω | ξεδιπλώνοντας | |
| β' ενικ. | ξεδιπλώνεις | ξεδίπλωνες | θα ξεδιπλώνεις | να ξεδιπλώνεις | ξεδίπλωνε | |
| γ' ενικ. | ξεδιπλώνει | ξεδίπλωνε | θα ξεδιπλώνει | να ξεδιπλώνει | ||
| α' πληθ. | ξεδιπλώνουμε | ξεδιπλώναμε | θα ξεδιπλώνουμε | να ξεδιπλώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξεδιπλώνετε | ξεδιπλώνατε | θα ξεδιπλώνετε | να ξεδιπλώνετε | ξεδιπλώνετε | |
| γ' πληθ. | ξεδιπλώνουν(ε) | ξεδίπλωναν ξεδιπλώναν(ε) |
θα ξεδιπλώνουν(ε) | να ξεδιπλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεδίπλωσα | θα ξεδιπλώσω | να ξεδιπλώσω | ξεδιπλώσει | ||
| β' ενικ. | ξεδίπλωσες | θα ξεδιπλώσεις | να ξεδιπλώσεις | ξεδίπλωσε | ||
| γ' ενικ. | ξεδίπλωσε | θα ξεδιπλώσει | να ξεδιπλώσει | |||
| α' πληθ. | ξεδιπλώσαμε | θα ξεδιπλώσουμε | να ξεδιπλώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεδιπλώσατε | θα ξεδιπλώσετε | να ξεδιπλώσετε | ξεδιπλώστε | ||
| γ' πληθ. | ξεδίπλωσαν ξεδιπλώσαν(ε) |
θα ξεδιπλώσουν(ε) | να ξεδιπλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεδιπλώσει | είχα ξεδιπλώσει | θα έχω ξεδιπλώσει | να έχω ξεδιπλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεδιπλώσει | είχες ξεδιπλώσει | θα έχεις ξεδιπλώσει | να έχεις ξεδιπλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεδιπλώσει | είχε ξεδιπλώσει | θα έχει ξεδιπλώσει | να έχει ξεδιπλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεδιπλώσει | είχαμε ξεδιπλώσει | θα έχουμε ξεδιπλώσει | να έχουμε ξεδιπλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεδιπλώσει | είχατε ξεδιπλώσει | θα έχετε ξεδιπλώσει | να έχετε ξεδιπλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεδιπλώσει | είχαν ξεδιπλώσει | θα έχουν ξεδιπλώσει | να έχουν ξεδιπλώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεδιπλώνομαι | ξεδιπλωνόμουν(α) | θα ξεδιπλώνομαι | να ξεδιπλώνομαι | ||
| β' ενικ. | ξεδιπλώνεσαι | ξεδιπλωνόσουν(α) | θα ξεδιπλώνεσαι | να ξεδιπλώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | ξεδιπλώνεται | ξεδιπλωνόταν(ε) | θα ξεδιπλώνεται | να ξεδιπλώνεται | ||
| α' πληθ. | ξεδιπλωνόμαστε | ξεδιπλωνόμαστε ξεδιπλωνόμασταν |
θα ξεδιπλωνόμαστε | να ξεδιπλωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | ξεδιπλώνεστε | ξεδιπλωνόσαστε ξεδιπλωνόσασταν |
θα ξεδιπλώνεστε | να ξεδιπλώνεστε | (ξεδιπλώνεστε) | |
| γ' πληθ. | ξεδιπλώνονται | ξεδιπλώνονταν ξεδιπλωνόντουσαν |
θα ξεδιπλώνονται | να ξεδιπλώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεδιπλώθηκα | θα ξεδιπλωθώ | να ξεδιπλωθώ | ξεδιπλωθεί | ||
| β' ενικ. | ξεδιπλώθηκες | θα ξεδιπλωθείς | να ξεδιπλωθείς | ξεδιπλώσου | ||
| γ' ενικ. | ξεδιπλώθηκε | θα ξεδιπλωθεί | να ξεδιπλωθεί | |||
| α' πληθ. | ξεδιπλωθήκαμε | θα ξεδιπλωθούμε | να ξεδιπλωθούμε | |||
| β' πληθ. | ξεδιπλωθήκατε | θα ξεδιπλωθείτε | να ξεδιπλωθείτε | ξεδιπλωθείτε | ||
| γ' πληθ. | ξεδιπλώθηκαν ξεδιπλωθήκαν(ε) |
θα ξεδιπλωθούν(ε) | να ξεδιπλωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ξεδιπλωθεί | είχα ξεδιπλωθεί | θα έχω ξεδιπλωθεί | να έχω ξεδιπλωθεί | ξεδιπλωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ξεδιπλωθεί | είχες ξεδιπλωθεί | θα έχεις ξεδιπλωθεί | να έχεις ξεδιπλωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεδιπλωθεί | είχε ξεδιπλωθεί | θα έχει ξεδιπλωθεί | να έχει ξεδιπλωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεδιπλωθεί | είχαμε ξεδιπλωθεί | θα έχουμε ξεδιπλωθεί | να έχουμε ξεδιπλωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεδιπλωθεί | είχατε ξεδιπλωθεί | θα έχετε ξεδιπλωθεί | να έχετε ξεδιπλωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεδιπλωθεί | είχαν ξεδιπλωθεί | θα έχουν ξεδιπλωθεί | να έχουν ξεδιπλωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεδιπλωμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεδιπλωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεδιπλωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεδιπλωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεδιπλωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεδιπλωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεδιπλωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεδιπλωμένοι | |||||
Αναφορές
- ξεδιπλώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ρηματικοί τύποι
- ἐξεδιπλώνεται (μέσος αόριστος, γ΄ ενικό)
Αντώνυμα
Εκφράσεις
- την ξεδιπλώνω
Πηγές
- ξεδιπλώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.