ξαφνιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαφνιασμένος η ξαφνιασμένη το ξαφνιασμένο
      γενική του ξαφνιασμένου της ξαφνιασμένης του ξαφνιασμένου
    αιτιατική τον ξαφνιασμένο την ξαφνιασμένη το ξαφνιασμένο
     κλητική ξαφνιασμένε ξαφνιασμένη ξαφνιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαφνιασμένοι οι ξαφνιασμένες τα ξαφνιασμένα
      γενική των ξαφνιασμένων των ξαφνιασμένων των ξαφνιασμένων
    αιτιατική τους ξαφνιασμένους τις ξαφνιασμένες τα ξαφνιασμένα
     κλητική ξαφνιασμένοι ξαφνιασμένες ξαφνιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξαφνιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαφνιάζω

Μετοχή

ξαφνιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.