ξασπρουλιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξασπρουλιάρης η ξασπρουλιάρα το ξασπρουλιάρικο
      γενική του ξασπρουλιάρη της ξασπρουλιάρας του ξασπρουλιάρικου
    αιτιατική τον ξασπρουλιάρη την ξασπρουλιάρα το ξασπρουλιάρικο
     κλητική ξασπρουλιάρη ξασπρουλιάρα ξασπρουλιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξασπρουλιάρηδες οι ξασπρουλιάρες τα ξασπρουλιάρικα
      γενική των ξασπρουλιάρηδων των ξασπρουλιάρικων
    αιτιατική τους ξασπρουλιάρηδες τις ξασπρουλιάρες τα ξασπρουλιάρικα
     κλητική ξασπρουλιάρηδες ξασπρουλιάρες ξασπρουλιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξασπρουλιάρης < ξε ως επιτατικό + ασπρουλιάρης < άσπρος + και μειωτικά το επίθημα -ιάρης

Επίθετο

ξασπρουλιάρης

  1. (μειωτικό) που είναι πολύ άσπρος, χλωμός, άχαρος, άτονος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.