ξασπρουλιάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξασπρουλιάρης | η | ξασπρουλιάρα | το | ξασπρουλιάρικο |
| γενική | του | ξασπρουλιάρη | της | ξασπρουλιάρας | του | ξασπρουλιάρικου |
| αιτιατική | τον | ξασπρουλιάρη | την | ξασπρουλιάρα | το | ξασπρουλιάρικο |
| κλητική | ξασπρουλιάρη | ξασπρουλιάρα | ξασπρουλιάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξασπρουλιάρηδες | οι | ξασπρουλιάρες | τα | ξασπρουλιάρικα |
| γενική | των | ξασπρουλιάρηδων | — | των | ξασπρουλιάρικων | |
| αιτιατική | τους | ξασπρουλιάρηδες | τις | ξασπρουλιάρες | τα | ξασπρουλιάρικα |
| κλητική | ξασπρουλιάρηδες | ξασπρουλιάρες | ξασπρουλιάρικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξασπρουλιάρης < ξε ως επιτατικό + ασπρουλιάρης < άσπρος + και μειωτικά το επίθημα -ιάρης
Μεταφράσεις
ξασπρουλιάρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.